δανεικιάρικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δανεικιάρικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
δανεικιάρικα ἐπίρρ. ἀμάρτ. δα᾿κιˬάρ᾿κα Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. δανεικιˬάρικος.
Σημασιολογία
Κατ᾿ ἀνταπόδοσιν ἐπὶ ἐπιστροφῇ: Νά ᾿ρθῃς νὰ δ᾿λέψ᾿ς τρεῖς μέρις δα᾿κιˬάρ᾿κα. Δα᾿κιˬάρ᾿κα δ᾿λεύου, ἀλλὰ ντάμπα πουτέ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA