δανεικολογιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δανεικολογιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δανεικολογιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Δίβρ. Καρδαμ. Κίτ. Κυνουρ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δανεικολογῶ.

Σημασιολογία

Δανεικολόγηση, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Μὲ τὴ γαλομέτρα κάνομε τὴ δανεικολογιˬὰ (γαλομέτρα = δοχεῖον μὲ τὸ ὁποῖον μετροῦν τὸ γάλα) Πελοπν. (Καρδαμ.) Εἴχατε δανεικολογιˬὲς καὶ σκέσες πέρ᾿ σι. ᾿Φέτο πῶς τὸ πάθατε καὶ δὲ μιλε͜ιῶστε; (σκέσες = σχέσεις) Πελοπν. (Κυνουρ.) β) Οἱ στενὲς φιλικὲς σχέσεις Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Πολλὲς δανεικολογιˬὲς ἔχετε, δὲν ξέρω τὶ τρέχει. Συνών. ἀλισιβερίσι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/