γλυκάκιˬας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκάκιˬας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλυκάκιˬας ὁ, Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκιˬας.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀγαπῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν τα γλυκύσματα, εἰρωνικῶς πως Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Αὐτὸς εἶναι τρομερὸς γλυκάκιˬας Αθῆν. 2) Εἰρωνικῶς, ὁ ἐπιτηδευόμενος γλυκύτητα εἰς τοὺς τρόπους ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄσ᾿ τα τώρα αὐτά, γλυκάκιˬα! 3) Ὁ ἐρωτύλος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐκόλλησε τώρα ᾿ς τὴν ἄλλη ὁ γλυκάκιˬας Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA