γλυκαναγαλλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκαναγαλλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκαναγαλλιˬάζω Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 45.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀναγαλλιˬάζω.
Σημασιολογία
Αἰσθάνομαι γλυκεῖαν εὐχαρίστησιν, τέρψιν, εὐφραίνομαι οἱονεὶ γλυκέως: Ποίημ. Ὁ ἥλιˬος ἀνοιξιάτικος, ξανθὸς ᾿ς τὸν κόσμο λάμπει κι ὅλα τὰ πλάσματα τῆς γῆς τὰ γλυκαναγαλλιˬάζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA