γλυκανάλατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκανάλατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκανάλατος ἐπίθ. σύνηθ. γλυκανάλατους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. γλυκὸς καὶ ανάλατος.
Σημασιολογία
Ἐπὶ φαγητοῦ, τὸ στερούμενον ἐπαρκοῦς ποσότητος ἄλατος καὶ διὰ τοῦτο ἄνοστον σύνηθ.: Φαγητὸ γλυκανάλατο. β) Μεταφ., ὁ ἄχαρις, ὁ μὴ συμπαθής, ἐπὶ προσώπων, λόγων, πράξεων σύνηθ.: Ἄνθρωπος γλυκανάλατος, ἀστεῖα γλυκανάλατα, καμώματα γλυκανάλατα, ποιήματα γλυκανάλατα σύνηθ. Τί θέλει ᾿φτοῦνος ᾿φτοῦ ὁ γλυκανάλατος μὲ τὰ κορίτσα τὰ δικά μας; Πελοπν. (Γαργαλ.) Μηδὶ ἔ᾿ καμμιˬὰ χάρ᾿ π᾿ νὰ σὶ τραυάῃ οὑ Γιά᾿ς οὑ γείτουνάς σ᾿. Ἀποὺ μιˬᾶς γλυκανάλατους εἶι Σάμ. Ἄφ᾿σ᾿ ᾿τουν, εἶι πουλὺ γλυκανάλατους Ἤπ. (Βίτσ.) Οὕλου γλυκανάλατις κ᾿βέντις μᾶς εἶπι κιˬ αὐτὸς σήμιρα Ἤπ. (Κουκούλ.) Μένουν τὰ Σαββατοκύριˬακα καὶ τὶς Δευτέρες ᾿ς τὰ νησιˬά... γλυκανάλατοι ἐρωτιˬάρηδες, λιμοκοντόροι Ι. Δραγούμ., Ὅσοι ζωντ., 58. Συνών. ἄβρωτος 3, ἄγαρbος 2, ἀνάλατος Α1β, ἄναλος 2, ἄνοστος, ἀπανέβαστος 2, ἀρρίνεˬαστος 2, κρυανάλατος, κρύος, σαχλός. Πβ. ἄβραστος Β3, ἀλαφρανάλατος 2, ἀνοστόπλαστος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλυκανάλατους καὶ ὡς τοπων. Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA