γλυκαναπαύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκαναπαύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκαναπαύω Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 60 Γ. Βιζυην., Ἑσπέρ., 19.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀναπαύω.
Σημασιολογία
Ἀναπαύω κατὰ τρόπον γλυκύν, εὐχάριστον ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Σ᾿ ἕνα κρεββάτι μ᾿ ἔφερες ἀχνόφωτο ἕνα βράδυ, γιˬὰ νὰ γλυκαναπάψῃς με πύκνωσες γύρω ἐκεῖ, καὶ ᾿ς τὸ πλευρό μου ξέγνο͜ιαστα καὶ φροντισμένα ὁμάδι τὸ μεστωμένο ἀνάστημα μισόγειρες κ᾿ ἐσὺ Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA