γλυκανασηκώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκανασηκώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκανασηκώνω ἐνιαχ. γλυκανασηκώνου Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ του ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ το ρ. ἀνασηκώνω.
Σημασιολογία
Ἀνασηκώνω, ἀνεγείρω τι μὲ τρόπον ἤπιον, οἱονεὶ γλυκύν, τρυφερόν: ᾎσμ. Χρύσω, γλυκανασήκου τα, γεῖρι τα κατ᾿ ἰμένα (ἐνν. τὰ μάτιˬα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA