γλυκαναστενάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκαναστενάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκαναστενάζω Γ. Ψυχάρ., Ταξίδι3, 160-Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀναστενάζω.

Σημασιολογία

Ἀναστενάζω μὲ γλυκύτητα, ἠπίως, μεταφ. ἔνθ᾿ ἀν.: Τὰ δέντρα... τὰ λουλούδιˬα... τὸ χόρτο ποὺ χαίρεται νὰ σᾶς βλέπῃ κιˬ ὁ ἀέρας αὐτὸς ποὺ γλυκαναστενάζει ᾿ς τὰ κλαδιˬὰ Γ. Ψυχάρ. ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/