γλυκαντικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκαντικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκαντικὸς ἐπίθ. λόγ σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. γλυκαντικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ κατάλληλος πρὸς γλύκανσιν λόγ. σύνηθ. 2) Τὸ οὐδ. γλυκαντικά, ἐπὶ τῶν φυσικῶν ἤ χημικῶν οὐσιῶν, διὰ τῶν ὁποίων ἐπιτυγχάνεται ἡ γλύκανσις ἑτέρων οὐσιῶν λογ. σύνηθ. 3) Μεταφ., ὁ ἐπιφέρων ἠρεμίαν, ἀνακούφισιν, ὁ πραϋντικὸς Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/