δανειστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δανειστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δανειστὴς ὁ, λόγ. κοιν. Θηλ. δανείστρια λογ. κοιν. δα᾿στὴς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δανείστρα Μεγίστ. Σάμ κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. δανειστὴς. Τὸ θηλ. δανείστρια καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ παρέχων δάνειον κοιν.: Τὸν τραυᾶνε οἱ δανειστές του Ἀθῆν. Ἦταν δανειστὴς ᾿ς ὅλους αὐτοὺς Πελοπν. (Μαντίν.) Δὲν εἶνι καλὸς δα᾿στὴς οὑ μπακά᾿ς Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔχου δα᾿στὴ π᾿ δέ μὶ γυρί᾿ πίσου (ποὺ δὲν ἀρνεῖται ποτὲ νὰ μὲ δανείσῃ) αὐτόθ. Ἂν σ᾿ εἶχα δα᾿στὴ ἰσένα, θὰ μ᾿ἔπιρνις κὶ τοὺ σπίτ᾿ (ἐπὶ φιλαργύρου) αὐτόθ. || Φρ. Εἶνι καλὸς δα᾿στὴς αὐτεί᾿ (ἐπὶ γυναικός ποὺ μὲ εὐκολία καὶ ἀφιλοκερδῶς συνάπτει ἐρωτικὰς σχέσεις) αὐτόθ. || Παροιμ. Ὁ δανειστὴς ἀπέθανε κιˬ ὁ γιˬὸς του πάγει ἀκόμα (ἐπὶ τῶν ἀρνουμένων νὰ χορηγήσουν δάνειον εἰς τοὺς αἰτοῦντας) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 301 Τοῦ κλέφτη καὶ τοῦ δανειστὴ καθένας τσοὺ χρωστάει (ἐπὶ ἀδίκου φορολογίας) Ζάκ. Ὁ χρεωφειλέτης παντοῦ βρίσκει τὸ δανειστή του (ὁ ἔχων ὑποχρεώσεις διαρκῶς τὰς σκέπτεται) Ι. Βενιζ., Παροιμ.2, 245, 1005. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/