γλυκάπιδον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκάπιδον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυπάπιδον τό, Πόντ. (Ἀργυρούπ. Κρώμν. Τραπ. κ.ἀ.) γλυκάπ᾿ Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀπίδι.
Σημασιολογία
Εἶδος ἀπιδίου τὸ ὁποῖον ἔχει γλυκεῖαν γεῦσιν Πόντ. (Ἀργυρούπ. Τραπ.): Ἔφαγα τρία γλυκάπιδα κ᾿ εὐχαριστέθα Ἀργυρόπ. β) Κατὰ συνεκδ., τὸ δένδρον τὸ ὁποῖον παράγει τοιαῦτα ἀπίδια Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.): ᾎσμ. Ἀπίδι μ᾿ καὶ γλυκάπιδον, π᾿ ἐγλύκανες τὸ όπο μ᾿! (όπο = ψυχίτσα) Κρώμν. Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA