γυναικᾶτον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικᾶτον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικᾶτον τό, ἐνιαχ. γεναικᾶτον Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γυναικᾶτος.
Σημασιολογία
Ἡ καλὴ συμπεριφορά, ἡ κοσμιότης καὶ ἡ εὐγένεια τῆς γυναικὸς ἔνθ᾿ ἀν : Ὄι νὰ πῇς, ἡ κοκόνα ἡ Δεσποινοῦ ἔχει πάνω της πολὺγ γεναικᾶτον (ὄι νὰ πῇς==ὄντως) Κύπρ. Νὰ δῇς τ᾿ ἐμὲν dὰ γεναικᾶτα μου ! αὐτόθ. Τὰ γεναικᾶτα τῆς Μαρικοῦς ἔλ᾿ λία αὐτόθ. || ᾎσμ. Τ᾿ ἀκόμα τ᾿ ὄνομάσ-σου ἐννά ᾿νι σκαλισμένον μὲ τσεῖν᾿ τῶν ἀδερτκιˬῶσ-σου σὲ κάθε μιˬὰν καρτκιˬὰν τσ᾿ ἐνν᾿ ἀδονᾷ γιˬὰ πάντα ᾿ς τὸν τόπον τιμημένον ταὶ γιˬὰ τὸ γεναικᾶτον ταὶ γιˬὰ τὴν ἀθρωπκιˬὰν Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ. 3,108. Συνών. ἀνθρωπιˬά, ἀνθρωπισμός, ἀνθρωποσύνη, ἀνθρωπότης 3, εὐγένεια. Ἀντίθ. ἀγένεια, ἀνανθρωπιά, ἀρκουδιά, γαιˬδουριˬὰ ΙΙ, γαιˬδουριλίκι, γαιˬδουροσύνη, γαιˬδουρότη, γουρουνιˬά, χωριˬατιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA