δάνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δάνος τό, Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. Λάστ. Μεσσην. Τριφυλ.) διˬάνος Πόντ. (Οἰν.) δνος Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.) δάνος ὁ, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Δημητσ. Κίτ. Λάστ. Μάν.) Πληθ. δντα Πόντ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. δάνος. Ὁ τύπ. δάνος ὁ, διὰ μεταβολῆς τοῦ γένους βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 47 κἑξ. Διὰ τὸν πληθ. δάνητα* > δάν᾿τα βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 1, 401 κἑξ. καὶ 2,45.

Σημασιολογία

Τὸ δάνειον, ὁ δανεισμὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἡ γειτόνισσα ἦρθε γιˬὰ δάνος νὰ τῆς δώκω τὴ σιδεροστιˬὰ Πελοπν. (Μεσσην.) Ἐπῆρε τὴ γειτονιˬὰ μπάλα γιˬὰ δάνο Πελοπν. (Βερεστ.) Μὴ dὴ δανείζουτε! Δὲ ᾿νομάζει νὰ φέρῃ ποτὲ τὸ δάνο Πελοπν. (Γαργαλ.) Πεινασμένος στέκω καί ᾿ς σὸ δνος ᾿κὶ πάγω Πόντ. (Σταυρ.) Ἐποίκα διˬάνος (ἐδανείσθην) Πόντ. (Οἰν.) Ἐδέκα τὸ δνος (ἐπέστρεψα τὸ δανεισθὲν) Πόντ. (Χαλδ.) ᾿Σ σὸ δνος ἔρθα (ἦλθα νὰ δανεισθῶ) Πόντ. (Κοτύωρ.) || Παροιμ. φρ. Ἐπέθανε ὁ δανειστὴς κ᾿ ἐχάθηκε ὁ δάνος (δὲν ὑπάρχει δυνατότης δανεισμοῦ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Συνών. φρ. Ὁ δανειστὴς ἀπέθανε κιˬ ὁ γιˬός του πάγει ἀκόμα. Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 301. Συνών. δανεικὸς 2, δάνειο, δάνεισμα, δανεισμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/