δάξιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάξιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δάξιμο τό, Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Κοτύωρ.) δάξιμο Καππ. (Φλογ.) dάξιμο Καππ. (Ἀραβάν.) δάξιμον Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀορ. ἔδαξα τοῦ ρ. δάκνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιμο, ἡ ὁποία ἐκ τοῦ -ιμον.
Σημασιολογία
1) Δῆγμα, δάγκαμα 1, δάγκωμα 1,τὰ ὁπ. βλ. ἔνθ᾿, ἀν.: Ἄς᾿ ᾿σὰ δαξίματα τ᾿ τὸ πρόσωπον ἀτ᾿ς ὁλόμαυρον ἐγέντον Πόντ. (Κοτύωρ.) Ἄς σὸ πολλὰ τὸ δάξιμον ἐπρέστεν τὸ έρι μ᾿ Πόντ. (Χαλδ.) Ἄκεμον δάξιμον ἔν᾿ αὐτόθ. || ᾎσμ. Τὸ φίλεμαν ἕν᾿ γιˬατρικόν, τὸ δάξιμον βοτάνι, ἀγκάλ παντοβότανον ᾿ς ἕναν ἰσίζ᾿ ὁμάλι (ἰσίζι = ἔρημος τόπος, ὁμάλι = ἐκ τοῦ ὁμαλός, ἐπίπεδος) Πόντ. (Ἴμερ.) 2) Δαξιματιˬὰ 2, τὸ ὁπ. βλ., Πόντ. (Κοτύωρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA