γλυκασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλυκασμὸς ὁ, Ν. Ἑστ. 28 (1940), 115 - Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γλυκασμός.
Σημασιολογία
1) Ἡ γλύκανσις Λεξ. Πρω. 2) Τὸ αἴσθημα τοῦ γλυκέος, ἡ περὶ τὴν γεῦσιν γλυκύτης Λεξ. Περιδ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ., βλ. Π.Δ. (ᾎσμ. 5,16) «φάρυγξ αὑτοῦ γλυκασμοὶ καὶ ὅλος ἐπιθυμία». β) Μεταφ., ἡ εὐχαρίστησις, χαρά, ἀγαλλίασις Ν. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Εἶσαι ὁ γλυκασμὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου Λεξ. Πρω. || Ποίημ. Γλυκασμὲ τοῦ ὀνείρου, κοίμισέ με, γεῖρε μου τῆς λήθης τὴν ὑδρία, μὲ τ᾿ ἀνθόνερό σου ράντισέ με, φέρε ᾿ς τὴν ψυχή μου τὴν εὐδία Ν. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. τὸ εἰς τὴν ἐκκλησ. γλῶσσαν (β΄ ἐξαποστ. μεγ. παρακλ. καν. Θεοτόκου) «ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων ἡ χαρά».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA