δαξίος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαξίος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δαξίος ὁ, Πόντ. (Οἰν.) δαξίος τό, Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δάκνω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ἀόρ. ἔδαξα, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίος, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Ἄνθ. Παπαδόπ., Γραμμ. Ποντ. διαλ., 123.

Σημασιολογία

Δαξιματιˬὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄγριο σκυλλί! Ὁ δαξίος ατου παλλὰ ἄκεμα πονεῖ Οἰν. Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκαμα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/