δαπάνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαπάνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαπάνη ἡ, λόγ. κοιν. δαπάνα Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. κ.ἀ.) δπάνα Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) δαπάν Πόντ. (Τραπ.) δπανὰ Πόντ. (Σὰντ.) Πληθ. δαπάνας τά,
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. δαπάνη. Ὁ τύπ. δπανὰ παρετυμολογικῶς πρὸς τὴν πρόθ. διά. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 24 (1912), 27. Διὰ τὸν τύπ. δαπάν βλ. Δ. Οἰκονομίδ., Ἀφιέρ. εἰς Γ. Χατζιδ. (1921), σ. 201 κἑξ. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 721.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀνάλωσις χρημάτων, τὸ ἔξοδον λόγ. σύνηθ. Ἡ δαπάνη τοῦ ἔργου ἀνέρχεται σὲ πέντε ἑκατομμύρια - Οἱ πολεμικὲς δαπάνες - Οἱ δαπάνες καλύπτονται ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς τῆς Ἀμερικῆς λόγ. σύνηθ. || Φρ. δημοσίᾳ δαπάνῃ (δι᾿ ἐξόδων τοῦ κράτους) λόγ. σύνηθ. Ἰδίᾳ δαπάνῃ (δι᾿ ἰδίων ἐξόδων) λόγ. σύνηθ. 2) Ἡ προμήθεια τροφίμων, τὰ ἐφόδια εἰς τρόφιμα Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. κ.ἀ.): Τὴν δαπάνα σ᾿ ἔπαρ᾿ ἐντάμα σ᾿ (πᾶρε τὰ τρόφιμά σου μαζί σου) Κοτύωρ. Ἔπαρ᾿ πέντε ἡμερῶν δαπάναν καὶ σούκ᾿ δέβα ᾿ς σὰ ραία κιˬὰν (σούκ᾿ = σήκω· ἐκ διηγήσ.) αὐτόθ. Ποῖσο ἕτοιμο τὴ δαπάνα μ᾿ νὰ πάγω ᾿ς σὸ γιˬαλὸ Ὄφ. Εἶπε τὸ ἕνα τὸ μωρὸ τ᾿ ἄλλο: Ἔλα, ἄς τρώγωμε πρῶτα τ᾿ ἐσὸ τὴ δαπάνα κ᾿ ἐπεκεῖ τρώγαμε τ᾿ ἐμὸν (ἐκ διὴγ.) Σούρμ. Δπάν αοῦ - σπιτὶ - τοῦ καραβὶ Τραπ. Ἡ σημ. ἤδη εἰς Ἡσύχ. «δαπάνη· τροφὴ» καὶ Βυζαντ. βλ. Θεοφάν., Χρονογρ. 1, 317, 31 «καὶ ἐκ τοῦ μὴ εὑρίσκειν αὐτὸν δαπάνας πολλὰ τῶν ἀλόγων αὑτοῦ διεφθάρησαν». Συνών. κουμάντο. 3) Μεταφ., διάθεσις ὑπερβολικῆς προσπαθείας λόγ. πολλαχ.: Δαπάνη πνεύματος - δυνάμεων - χρόνου λόγ. σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA