γυναικεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυναικεύω Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν.) γυνικεύου Μακεδ. (Βέντσ. Χαλάστρ. Χαλκιδ.) γεναιτζεύκομαι

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Ἄγομαι γυναῖκα, νυμφεύομαι Μακεδ. (Βέντσ. Χαλάστρ. Χαλκιδ.) : ᾌσμ. Λιιμόνι, λιιμονίτσι μου, θέλου νὰ γυνικέψου, -Θέλεις, πιδί μ᾿, γυναίκιψι, θέλεις, πιδί μ᾿, παντρέψου Βέντσ. Ἡ μάννα, πού ᾿χιˬ ἕναν ὑγιˬὸ μικρὸν κὶ χαιˬδιμένου, μικρὸν τοὺν ἐγυναίκιψι, μικρὴ γυναῖκα πῆρι Χαλκιδ. Πιδί μ᾿, σὰν θὲς γυναῖκα σύ, νὰ πᾷς νὰ γυνικέψῃς Χαλάστρ. Συνών. γυναικίζω 2. 2) Χειραγωγῶ, διευθύνω τινὰ ὡς ὁ ἀνὴρ τὴν γυναῖκα Πελοπν. (Καρδαμ.) : Τὴν ἐτραυοῦσεν ἀπὸ τὸ χέρι νὰ τὴν ἀνεβάσῃ ᾿ς τὴ βάρκα, μὰ ἡ γυναῖκα ἤτανε βαριˬὰ καὶ τὸ παιδὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ γυναικέψῃ. Συνών. καταφέρνω, κουμαντάρω. Β) Μεσ., προσποιοῦμαι τὴν ὥριμον γυναῖκα, ἐμφανίζομαι προώρως ὡς ὥριμος γυνή, ἐπὶ κορασίδων Κύπρ.: Γεναιτεύκεται ἡ κοροῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/