γλυκατζῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκατζῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλυκατζῆς ὁ, πολλαχ. Θηλ. γλυκατζοῦ Ἀθῆν. Ἰων. (Σμύρν.) κ.ἀ. γλυκατζῖνα Ἤπ. (Ἰωάνν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ πληθ. γλυκά, οὐδ. τοῦ ἐπιθ. γλυκός, ὡς οὐσ. νοουμένου, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -τζῆς.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀγαπῶν τὰ γλυκά, τὰ γλυκύσματα πολλαχ.: Ἔχω ᾿να γείτονα μεγάλο γλυκατζῆ, οὕλο μὲ τὰ γλυκὰ τὴν περνάει (= διατρέφεται) Ἀθῆν. Ἔλα νὰ μοῦ κάνῃς βίζιτο, νά φᾶς, πού ᾿σαι γλυκατζοῦ Σμύρν. 2) Ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν γλυκά, γλυκύσματα Ἀμοργ. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θήρ. Μακεδ. (Φλόρ.) κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ.: Δίπλα μου ἤτανε τρεῖς τέσσερες γλυκατζῆδες μὲ τσὶ ταβλᾶδες τωνε Θήρ. || ᾎσμ. Μηδὰ καὶ τὸ γλυκό μας δὲν σᾶς ἄρεσεν; Ἐδῶ κιˬ ὁ γλυκατζῆς μας, ἄλλο φτε͜ιάνομεν Φλόρ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλυκατζῆς Ἀθῆν. Στερελλ. (Ἀμφισ.) Γλύκατζης Ἀθῆν. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Σ τοῦ Γλυκατζῆ Ἀμοργ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA