γυναικήσιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικήσιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γυναικήσιˬα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ. ᾿νικήσιˬα Θρᾴκ. (Καρωτ.) ᾿νικήα Θεσσ. (Βαμβακ.) γεν-νήσκιˬα Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυναικήσιˬος. Ὁ τύπ. γεν-νήσκιˬα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. γεναικήσιˬα πιθαν. δι᾿ ἁπλολογίαν.
Σημασιολογία
Κατὰ τρόπον γυναικεῖον ἔνθ᾿ ἀν. : Κάτσι ᾿νικήσιˬα ᾿ς τ᾿ ἄλουγου Θρᾴκ. (Καρωτ.) Καβαλλὰει ᾿νικήα ᾿ς τοὺ b᾿λάρ᾿ Θεσσ. (Βαμβακ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικεῖα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA