γλυκατζούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκατζούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκατζούρι τό, ἐνιαχ. γλυκατζούρ᾿ Θεσσ. (Ναρθάκ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γλυκατζούρα, τὸ ὁπ. βλ.
Σημασιολογία
1) Γλυκύ ἔδεσμα, γλύκυσμα: Σί ᾿φιρι γλυκατζούρια οὑ μπαμπᾶς σ᾽ ἀπ᾿ τὴ Λάρ᾿σα; Ναρθάκ. Σώπα, μὴ φουνάζ᾿ς! Θὰ σ᾿ φέρου αὔριον γλυκατζούριˬα αὐτόθ. Μᾶς ἤφιρις κάνα γλυκατζούρ᾿ ἀπ᾿ τοὺ γάμου - ἀπ᾿ τὰ βαφτία; Ἀχυρ. Μὴ βά᾿ς πουλλὰ γλυκατζούργια ᾿ς τ᾿ πίττα κὶ δὲ θὰ τρώιτι αὐτόθ. 2) Μεταφ., ἡ σεξουαλικὴ ἡδονὴ Στερελλ. (Ἀχυρ.): Θά ᾿χ᾿νι γλυκατζούργια ἀπόψι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA