δαπανῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαπανῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δαπανῶ λόγ. σύνηθ. δαπανίζω Πόντ. (Τρίπ.) Μεσ. δαπανίζομαι Ἤπ. δαπανίζουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) δαπανουμαι Πόντ. (Σούρμ.) δαπανγουμαι Πόντ. (Σούρμ.) δπανουμαι Πόντ. (Σούρμ.) Ἀόρ. ἐδπανάγα Πόντ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. δαπανῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀναλίσκω, καταναλίσκω κυρίως χρήματα ἢ ἄλλον τι λόγ. πολλαχ.: Τὸ κράτος ἐδαπάνησε πολλὰ ἑκατομμύρια γιˬὰ νὰ φτε͜ιάξῃ δρόμους λόγ. σύνηθ. Μὴ δαπανᾷς ἄδικα τὸν καιρό σου λόγ. σύνηθ. || Γνωμ. Ὅπου ᾿σοδεύει δεκοχτὼ καὶ δαπανᾷ τριάντα, ᾿ς τὴν φυλακὴ τὸν βάζουνε καὶ δὲν ἠξέρει γιˬάντα (δι᾿ αὐτοὺς ποὺ δαπανοῦν περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα ἀποκτοῦν) Ἀμοργ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. β) Καταστρέφω τι Κέρκ. 2) Μέσ. ἐξασθενῶ, ἀδυνατίζω Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Ἦταν πουλὺ παχὺ αὐτεῖνου τ᾿ἀρνί, ἀλλὰ δαπανί᾿κι, γιˬατ᾿ τ᾿ ἀπόκουψαν ἀπ᾿ τ᾿ μάννα τ᾿. Ἦταν ἀπ᾿ τὰ πέρ᾿σ᾿ δαπασμέ᾿ αὐτεί᾿ ἡ ᾿ναῖκα. Ἡ σημ. ἤδη ἀρχ. πβ. Πλούταρχ. Γάλβ. 17 «ὑπὸ νόσου δαπανᾶσθαι». γ) Στενοχωροῦμαι, ταλαιπωροῦμαι Ἤπ. Ἡ σημ. ἤδη Βυζαντ. Πβ. Συνεσ., Ἐπιστ. 16 «κατὰ μικρόν με δαπανᾷ τῶν παίδων τῶν ἀπελθόντων ἡ μνήμη» Συνών. βασανίζω 2. 3) Ἐφοδιάζω τινὰ μὲ τὰ ἀναγκαῖα τρόφιμα Πόντ. (Τρίπ.) β) Μέσ. Μεταβαίνων ποὺ λαμβάνω μαζί μου τὰ ἀναγκαῖα τρόφιμα Πόντ. (Σούρμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA