γυναικήσιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικήσιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυναικήσιˬος ἐπίθ. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βιθυν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ. Τσαμαντ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κύθν. Πελοπν. (Οἰν.) Χίος (Βροντ.) - Γ. Ψυχάρ., Ταξίδ.3, 157 Κ. Παρορ., Μεγάλ. παιδ., 25 Π. Παπαχριστοδ., Θρᾴκ. ἠθογρ., 4. 19 - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Ἠπίτ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γυναικήιˬος Μακεδ. (Βόιον) γυναιτσήσιˬος Ἀντίπαρ. Μύκ. γυναικήσος Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ἀντίπαρ. Πάρ. γεναιτσήσος Σκῦρ. γυνικήσιˬους Ἤπ. (Ἀρτοπ. Ἰωάνν. Κουκούλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀηδονοχ. Κοζ.) γυ᾿κήσιˬους Ἤπ. (Ἰωάνν.) γυ᾿κήους Θεσσ. (Βαμβακ. Πήλ.) Ἤπ. (Δωδών.) Μακεδ. (Κοζ.) ᾿ναικήσιˬος Θρᾴκ. (Ἀκαλάν. Πύργ.) ᾿νικήσιˬος Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κουκούλ.) Θεσσ. (Πήλ.) Θράκ. (Ἀκαλάν. Ἀδριανούπ. Καρωτ. Σουφλ.) Μακεδ. (Καστορ. Χαλκιδ.) ᾿νιτσήσους Μ. Ἀσία (Κυδων.) ᾿νιτσήους Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ.. καταλ. -ήσιˬος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων ἢ προσιδιάζων εἰς γυναῖκα, ὁ γυανικεῖος ἕνθ᾿ ἀν. : Κάλτσες γυναικήσιˬες Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Γυναικήσιˬα ροῦχα Βιθυν. ᾿ναικήσιˬα ὀνόματα Θρᾴκ. (Ἀκαλάν.) Ἡ γυναῖκα κουντά ᾿ς τὰ ᾿νικήσιˬα τὰ λόγιˬα τ᾿ς λέει καμμιˬὰ φουρὰ καὶ κανέναν σουστὸν λόον Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Φτε͜ιάνου ῦν᾿κήσα ροῦχα Μακεδ. (Κοζ.) Ἡ Σούλα ἡ καπιλοῦ ἔφκε͜ιανι καπέλα ᾿ικήα Ἤπ. (Κουκούλ.) Τὰ γυνικήα ροῦχα εἶνι τώρα γέτ᾿μα (==ἕτοιμα) Μακέδ. (Ἀηδονοχ.) Γυναικήσιˬα τσουρέπιˬα εἶναι καὶ χρειάζονται νὰ τὰ πλέξῃς μὲ πλουμίδιˬα (τσουρέπια==κάλτσες) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Τοὺ κέντ᾿μα εἶνι ᾿νικήσιˬα δ᾿λε͜ιὰ Θρᾴκ. (Καρωτ.) Τοὺ φιλὶ ποὺ μοῦ ᾿δωσε εἶναι γυναιτσήσο Ἀντίπαρ. Βγῆκε ἀποὺ τ᾿ γυνικήσια τ᾿ bόρτα τ᾿ς ἐκκλησιˬᾶς Ἤπ. (Κουκούλ.) Μό᾿ χνότου ᾿νιτσήου νὰ ἤκ᾿γι, γέν᾿dου θιργιˬὸ Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Τὸ βασιλόπουλο βάνει ροῦχα γυναιτσήσια τσαὶ γένεται καλογριὰ (ἐκ παραμυθ.) Μύκ. Ἔχεις ὅλη τὴ χάρη τὴ γυναικήσιˬα Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Κιˬ ὁ πόνος του ξέσπασε ᾿ς ἕνα κλάμα γυναικήσιˬο ἀδιάκοπο Κ. Παρορ., ἔνθ. ἀν. || Φρ. Γυναικήσιˬα λόγιˬα (ἀνόητοι, ἀνειλικρινεῖς λόγοι) Ἤπ. Κύνθ. Γυναικήσιˬες δουλε͜ιὲς (ἀδέξιοι) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Γυνικήσιˬα ρακὴ (ἐπειδὴ ἔχει γλυκεῖαν γεῦσιν) αὐτόθ. υνικήις ἀρρώστιˬες (ἀφροδίσια νοσήματα) Ἤπ. (Δωδών.) ᾿νιτσήσα καμώματα (ἀνόητοι τρόποι ἢ πράξεις). Μ. Ἀσία (Κυδων.) Γυναικήσιˬα πράματα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) || ᾌσμ. Σεβντᾶδες εἶναι δώδεκα, εἶναι κ᾿ ἕνας περίσσιˬος, σὰν ὁ σεβντᾶς τῶν κοριτσιῶν δὲν εἶν᾿ ὁ γυναικήσιˬος Ἤπ. (Τσαμαντ.) ᾿Γὼ πααίνου ᾿ς τὰ κουρίτσιˬα, | ντύσ᾿τι μι ᾿νικήσιˬα ροῦχα Θρᾴκ. (Σουφλ.) Συνών. γυναικεῖος Α1, γυναικήσιμος, γυναίκικος, γυναικίστικος. Ἀντίθ. ἀνθρωπήσιμος, ἀνθρωπήσιος, ἀνθρωπινὸς 4, ἀντρήσιˬος, ἀντρίκειˬος 1. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ὁ ἐν τῷ ναῷ γυναικωνίτης Ἤπ. Ζαγόρ. Μακεδ. (Χαλκιδ. Συνών. γυναικαρειˬὸ 1, γυναικεῖο (εἰς λ. γυναικεῖος Β1), γυναικίδι, γυναικίτης, γυναικοστασίδι, γυναικωνίτης, γυναικωτίκι, γυναικωτὸ (εἰς λ. γυναικωτὸς 5).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/