δάπεδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάπεδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δάπεδο τό, λόγ. σύνηθ. δάπιδου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. δάπεδον.
Σημασιολογία
Τὸ τεχνητῶς ἐξομαλυνθὲν ἢ στρωθὲν ἔδαφος κλειστῶν χώρων λόγ. σύνηθ. Ἔστρωσε πηλιορείτικες πλάκες ᾿ς τὸ δάπεδο λόγ. σύνηθ. Συνών. πάτωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA