γλυκερήθρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκερήθρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκερήθρα ἡ, Ζάκ. Πελοπν. (Ἄρν. Βερεστ. Βουρβουρ. Γαργαλ. Δαιμον. Δημητσ. Ζελῖν. Ἦλ. Καλάβρυτ. Κάμπος Λακων. Κορών. Μάν. Μαργέλ. Μεσσην. Μονεμβ. Παιδεμέν. Παππούλ. Πυλ. Συκέα Λακων. Χατζ. κ.ἀ.) - Β. Κριμπᾶ, Ἀμπέλ., 6 Π. Γενναδ., Ἑλλην. γεωργ., 9,516 καὶ Γεωργ. γλωσσ., 13 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκερὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ήθρα. Ἡ λ. καὶ εἰς ᾆσμ. τοῦ 1601. Βλ. Παρνασσ. 15,935.
Σημασιολογία
1) Πᾶν γλυκύ πρᾶγμα Πελοπν. (Μάν.) 2) Ποικιλία σταφυλῆς πολύ γλυκείας, ἐπιτραπεζίου συνήθως, χρώματος λευκοῦ Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρν. Δαιμον. Ζελίν Ἦλ. Καλάβρυτ. Κάμπος Λακων. Χατζ. κ.ἀ.) - Β. Κριμπᾶς, Ἀμπέλ., ἔνθ᾿ ἀν. Π. Γενναδ., Ἑλλην. γεωργ., ἔνθ᾿ ἀν. καὶ Γεωργ. γλωσσ., ἕνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Δημητρ. Συνών. γλυκάδα 5. β) Τὸ κλῆμα τὸ ὁποῖον παράγει τὸ ἀνωτέρω εἶδος σταφυλῆς Λεξ. Δημητρ. 3) Εἶδος φυτοῦ, πιθαν. ὀνωνίδος, χρησίμου εἰς μαγικὰς τελετὰς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 4) Εἶδος ποώδους ἐδωδίμου φυτοῦ τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Μάν. Μονεμβ.) 5) Εἶδος πτηνοῦ, μεγέθους περιστερᾶς, τοῦ ὁποίου τὸ λίπος θεωρεῖται χρήσιμον εἰς τὴν θεραπείαν τῶν ρευματισμῶν Πελοπν. (Βούρβουρ.) β) Εἶδος τι πτηνοῦ Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA