γυναικίστικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικίστικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυναικίστικος ἐπίθ. Κρήτ. (Ἀρχάν. Βιάνν. Σέλιν. κ.ἀ.) Μῆλ. Πάρ. (Νάουσ.) Πελοπν. (Μαν.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Τῆλ. Χίος (Βροντ.) – Λεξ. Ἠπίτ. Πρω. Δημητρ. γεναικίστικος Ρόδ. γυναιτσίστικος Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) γυ᾿κίστικους Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿νικίστικος Λυκ. (Λιβύσ.) γεναιτίστικος Κῶς Ρόδ. κ.ἀ. ᾿υναικίστικος Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿υναιτίστικος Κάσ. Θηλ. ᾿υναικίστικιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίστικος. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων, ὁ ἀρμόζων εἰς γυναῖκα ἕνθ᾿ ἀν. : Γυναικίστικα ὀνόματα Πάρ. (Νάουσ.) Ἐφόρε͜ιε ᾿υναικίστικα ροῦχα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σὰ ᾿υναικίστικιˬα ᾿ν ἡ φωνή dου αύτοθ. Ἄολο κρασί, ᾿υναικίστικο (ἁγνὸς γλυκὺς οἶνος, τὸν ὁποῖον πίνουν αἱ γυναῖκες) Καρπ. Γεναικίστικη ἐκκλησιˬὰ (ὁ γυναικωνίτης, εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀντρίστικη, τὸν κυρίως ναὸν) Ρόδ. Σκίζει τὰ ροῦχα τοῦ Γιˬάννη ᾿ς τὰ στήθιˬα κ᾿ εὐθὺς ἐφανήκανε τὰ βυζιˬά dου ποὺ ἤτανε γυναικίστικα (ἐκ παραμυθ.) Μῆλ. || Φρ. ᾿νικίστικις κουβέντις (κοῦφοι, ἀνόητοι λόγοι) Λυκ. (Λιβύσσ.) || Παροιμ. Γυναικίστικη ξεφάdωση, ξεχωμάτωση (ἐπὶ μὴ σπουδαίου γεγονότος, ἐπειδὴ ἡ διασκέδασις εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφην εἶναι ἀσήμαντος συγκρινομένη πρὸς τὴν διασκέδασιν, ἡ ὁποία γίνεται εἰς τήν οὐκίαν τοῦ γαμβροῦ) Κρήτ. (Σέλιν.) β) Τὸ οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ., γυναικεῖα ἐνδύματα Κρήτ. (Ἀρχάν. Βιάνν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μαν.) Τῆλ. : ᾌσμ. Νὰ βάλῃς γυναικίστικα, ν᾿ ἀλλάξῃς τὴ θωριˬά σου, νὰ πάῃς ν᾿ ἀdικουρουνᾷς σὰν καὶ δικολογιˬά σου (ν᾿ ἀdικουρουνᾷς= νὰ κτυπᾶς τὸ ρόπτρον τῆς θύρας) Μάν. Καὶ βάνει γυναικίστικα τὰ ἴδιˬα τὰ δικά τζη καὶ πάει καὶ τσῆ κουρκουνᾷ ἀντὶς δικολογιˬά τζη (τὰ ἴδιˬα τὰ δικά τζη= ἐνν. σὰν τὰ δικά της ροῦχα, κουρκουνᾷ= κτυπᾶ τὸ ρόπτρον τῆς θύρας) Ἀρχάν. Πβ. ἀντρίστικος 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA