γυναικίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυναικίτσα ἡ, πολλαχ. καὶ Πόντ. ᾿υναικίτσα Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γυναικίτσα. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 6 (1909-1910), 96.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρόσωμος γυνὴ Γ. Ψυχάρ., Ἁγνή2, 263. Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 18,418: Νόστιμη ἀκόμη, τριάντα ἕξη, σαράντα χρονῶ γυναικίτσα Γ. Ψυχάρ., Ἁγνή2, ἔνθ᾿ ἀν. Μιˬὰ γυναικίτσα κοντή, ξανθή, γεμόσαρκη, ποὺ περνοῦσε γιˬὰ ὄμορφη Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γυναικάκι 1, γυναίκι, γυναικάρι, γυναικίτσι, γυναικούδα, γυναικουδάκι, γυναικούδι, γυναικούλα 1. β) Θωπευτικῶς, ἡ συμπαθὴς γυνὴ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἰνεπ.): Διˬὲ γυναικίτσες ! Γ-οἱ δικές μας ἔναι σὰν ἀρκοῦδες Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) || Παροιμ. Ἄμε, μαννίτσα, ἐκεῖθε κ᾿ ἔλα, ᾿υναικίτσα μου, ἐδῶθε (ἡ σύζυγος προσφιλεστέρα τῆς μητρὸς) Ἰνεπ. Συνών. γυναικούλα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA