γλυκίσκομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκίσκομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκίσκομαι Πόντ. γλυκίσκουμαι Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ματζούκ. Τραπ.) Ἀόρ. ἐγλυκίστα Πόντ.
Ετυμολογία
Κατὰ μετασχημ. ἐκ τοῦ γλυκίομαι, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γλυκίζω, κατὰ τὰ λοιπὰ εἰς -ίσκομαι.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ., καθίσταμαι γλυκὺς Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Β) Μετβ., ἐθίζομαι εἴς τι γλυκὸ ἤ εὐχάριστον Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ματζούκ. Τραπ.) : Ἐγλυκίστες τὰ μῆλα Κερασ. Τραπ. Ἐγλυκίστεν τὸ φίλεμαν καὶ πάντα θέλ᾿ νὰ φιλῇ ἀτεν αὐτόθ. Ἐγλυκίστεν ἀτο κιˬ ἄλλο ὀπίσ᾿ κὶ πάει Ἴμερ. Συνών. γλυκαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA