γλυκο-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκο-

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

γλυκὸ-

Ετυμολογία

Θέμα τοῦ ἐπιθ. γλυκός.

Σημασιολογία

Συντίθεται ὡς α΄ συνθετικὸν 1) Μὲ οὐσιαστικὰ διὰ τὸν σχηματισμὸν οὐσιαστικῶν ἣ ἐπιθέτων καὶ φανερώνει ὅτι τὸ δεύτερον συνθετικὸν ἔχει γλυκεῖαν γεῦσιν, ὅπως γλυκάπιδο, γλυκάχλαδο, γλυκοκάλαμο, γλυκοκαλάμποκο, γλυκοκέρασο, γλυκοκολόκυθο, γλυκοκύδωνο, γλυκολάχανο, γλυκολέμονο, γλυκόμηλο, γλυκοπατάτα, γλυκοπέπονο, γλυκορράδικο, γλυκόρριζα, γλυκορροδιˬά, γλυκοστάφυλο, γλυκόσυκο, γλυκοκούκουτσος, γλυκόπιˬοτος, γλυκοπύρηνος, γλυκοφάγωτος, γλυκόχυμος κ.τ.τ. 2) Μὲ οὐσιαστικὰ ἢ ρὴματα διὰ τὸν σχηματισμὸν ἑπιθέτων τὰ ὁποῖα φανερώνουν αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἔχει εὐάρεστον, γλυκύ τὸ σημαινόμενον ἀπὸ τὸ δεύτερον συνθετικόν, ὅπως γλυκοθώρητος, γλυκόλαλος, γλυκομίλητος, γλυκόστομος, γλυκόφωνος, γλυκόχρωμος κ.τ.τ. 3) Μὲ ἐπίθετα διὰ τὸν σχηματισμὸν ἑπιθέτων τὰ ὁποῖα φανερώνουν αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἔχει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σημαινομένην ἰδιότητα, καὶ τὴν γλυκύτητα ἣ τὴν ἀπόκλισιν πρὸς τὸ γλυκύ, ὅπως γλυκάλμυρος, γλυκάνοστος, γλυκογάλαζος, γλυκόξινος, γλυκόπικρος. 4) Μὲ ἐπίθετα διὰ τὸν σχηματισμὸν ἐπιθέτων τὰ ὁποῖα φανερώνουν αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἔχει μειωμένην τὴν σημαινομένην ἰδιότητα ὑπὸ τοῦ δευτέρου συνθετικοῦ, ὅπως γλυκανάλατος, γλυκοκίτρινος, γλυκόμαυρος, γλυκομελάχρινος, γλυκόξανθος 5) Μὲ ρήματα διὰ τὸν σχηματισμὸν ρημάτων τὰ ὁποῖα φανερώνουν ὅτι τὸ ὑποκείμενον ἐνεργεῖ μὲ ἁπαλότητα, ἠπιότητα, ἠρεμίαν, τρυφερότητα, γλυκύτητα, ὅπως γλυκαγκαλιˬάζω, γλυκανασαίνω, γλυκοθυμοῦμαι, γλυκοποτίζω, γλυκοσβήνω, γλυκοσφίγγω, γλυκοτρομάζω, γλυκοχαιˬδεύω, γλυκοχαιρετῶ, γλυκοφωνάζω κ.τ.τ. 6) Μὲ οὐσιαστικὰ διὰ τὸν σχηματισμὸν οὐσιαστικῶν τὰ ὁποῖα φανερώνουν τὸν πολὺ ἀγαπητόν, τὸν προσφιλῆ, ὅπως γλυκαδερφός, γλυκαφέντης, γλυκογιˬός, γλυκοκόρη, γλυκοπέρδικα κ.τ.τ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/