γλυκοαιματωσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοαιματωσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκοαιματωσύνη ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκοαίματος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ωσύνη.

Σημασιολογία

1) Ἡ κατὰ τὴν λαϊκὴν πίστιν γλυκεῖα γεῦσις τοῦ αἵματος κάποιου ἀτόμου, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν συμπάθειαν: Δὲν ἔχει ἄλλος ἄθρωπος τὴ γλυκοαιματωσύνη τζη. 2) Μετων., ἡ ἰδιότης τοῦ γλυκοαίματου, τοῦ συμπαθητικοῦ, τοῦ ἀγαπητοῦ, ὴ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν κατά τινα τρόπον γλυκύτητα τοῦ αἵματός του: Μωρ᾿ εὐτά, παιδί μου, ᾿ναι γλυκοαιματωσύνες. Χίλιˬα δυˬὸ κάνει κ᾿ εὺτἠ, μὰ ποτὲ δὲν ἑλεήθηκεν ἕνας κακὸς λόος γιˬὰ όου τζη (ἐλεήθηκεν = ἐλέχθη). Εἶdα γλυκοαιματωσύνη ἦτον εὔτή; Τσακώνοdαι bιˬὰ πο͜ιὸς νὰ τὴ bρωτοπάρῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/