γυναικόκαρδος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικόκαρδος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυναικόκαρδος ὁ, Πόντ. (Οἰν.) γυναικοκάρδης Ἤπ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ καρδιˬά.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων καρδίαν γυναικός, ὁ δειλὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Αὐτὰ τὰ δουλεῖες γιˬὰ τ᾿ ἀτὸν ᾿κ᾿ εἶναι· γυναικόκαρδος ἄνθρωπος (αὐταὶ αἱ ἐργασίαι δὲν εἶναι δι᾿ αὐτόν· εἶναι γυναικόκαρδος, ἀνίκανος ἄνθρωπος) Πόντ. (Οἰν.) Αὐτὸς γυναικοκάρδης ᾿ένεται Πόντ. (Κερασ.) || ᾎσμ. Μωρὲ Γιˬαννῆ, μωρὲ γυναικοκάρδη, γιˬατὶ διˬαβαίνεις πάρωρα καὶ τραγουδᾷς πανώριˬα; Ἤπ. Συνών. ἄκαρδος 1, ἄναντρος 1, ἀψυχιˬάρης (εἰς λ. ἀψυχιˬάρις), ἄψυχος, δειλιˬάρης, δειλόψυχος, λαγόκαρδος, λαγόψυχος, λιγόκαρδος, λιγόψυχος, σκιˬαζάρης, σκιˬαζούρης, φοβιτσιˬάρης, χεζῆς, χέστης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/