γλυκοαστράφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοαστράφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοαστράφτω Π. Νιρβάν., Ἡ ζωη τοῦ δρόμ., 158.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἁστράφτω.
Σημασιολογία
Ἀστράπτω κατὰ τρόπον ἤπιον, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ αἴσθημα γλυκύτητος: Τὰ μάτιˬα σου μο͜ιάζουν μὲ τὸν συννεφιˬασμένον οὐρανό, ποὺ γλυκοαστράφτει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA