γυναικόκοσμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικόκοσμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικόκοσμος ὁ, κοιν. γυνικόκουσμους Ἤπ. (Κου-κούλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) ᾿υναικόκοσμος Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ κόσμος.
Σημασιολογία
1) Αἱ γυναῖκες ὡς σύνολον κοιν.: Ὁ γυναικόκοσμος εἶναι ᾿ς τὶς χαρές του, γιˬατὶ πῆρε δικαίωμα ψήφου κοιν. 2) Πλῆθος γυναικῶν κοιν.: Ἦταν πολὺς κόσμος ᾿ς τὴ διάλεξη, ἀλλὰ ὅλο γυναικόκοσμος κοιν. Ἦρθ᾿ ἕνα σωρὸ γυναικόκοσμος ᾿ς τὴ γιˬορτὴ τσῆ θε͜ιᾶς μου Πελοπν. (Γαργαλ.) Τί γυναικόκοσμος ἦταν αὐτὸς ποὺ πῆγε ᾿ς τὴν ἐκκλησία τοῦ Βαγιˬῶνε! (τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Ἐσυνάχτηκε ἕνα σωρὸ ᾿υναικόκοσμος Κάσ. Συνών. γυναικαρε͜ιὸ 2, γυναικοβόλι, γυναικοβρόντι, γυναικοθέμι, γυναικοθέσι, γυναικοθήκι, γυναικολάσι, γυναικολόγι, γυναικολογία (I), γυναικομάνι, γυναικομάντρι, γυναικομοίρι, γυναικοσώρι, γυναικοσωρός, γυναικουριˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA