γλυκοβαρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοβαρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοβαρῶ Στερελλ. (Παρνασσ.) - Σ. Σκίπ., Κάλβ. Μέτρ., 19 γλυκοβαράω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. βαρῶ.
Σημασιολογία
Πλήττω, κτυπῶ κατὰ τρόπον ἤπιον, γλυκύν, ἐπὶ παίκτου μουσικοῦ ὀργάνου, ἰδία ἐγχόρδου ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Μόν᾿ φέρτε μου τὸν ταμπουρᾶ νὰ τὸν γλυκοβαρέσω, νὰ τελειώσω τὴ χωσιˬά, νὰ σώσω τὸ καρτέρι Παρνασσ. || Ποίημ. Ταμπουρᾶ γλυκοβάραγες | ἣ φλογέρα λαλοῦσες· κ᾿ ἢ τὰ δέντρα ἀντιθρούιζαν | ᾿ς τὸ σκοπό σου ἢ τὰ κύματα φουσκοχορεῦαν Σ. Σκίπ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA