γυναικολάσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικολάσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικολάσι τό, Ζάκ. Ἰων. (Βουρλ.) Κέρκ. Κεφαλλ. (Σουλλάρ. κ.ἀ.) Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γαργαλ. Δυρράχ. Μεγαλόπ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λάσι, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 245.

Σημασιολογία

Πλῆθος γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Ποῦ βρέθηκε ᾿φτοῦνου ᾿φτοῦ τὸ γυναικολάσι ποὺ μοῦ κουβάλησες; Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἤτανε ᾿ς τὴ βάφτιση γυναικολάσι καὶ παιδοβολιˬό! Κεφαλλ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικαρε͜ιὸ 2 καὶ γυναικοβόλι. Πβ. ἀντρολάσι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/