γλυκοβασανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοβασανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοβασανίζω Γ. Ξενοπ., Ν. Ἑστ. 7 (1930), 475.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. βασανίζω.
Σημασιολογία
Προκαλῶ αἴσθημα βασάνου βασανίζω κάποιον κατὰ τρόπον γλυκύν, ἤπιον, εὐχάριστον: Ἀναστενάζαμε θυμούμενοι τὴν ἐποχὴ ποὺ εἴχαμε ᾿ς τὸ πλευρό μας τὰ δυˬὸ παιδιˬά, τὴν ἐποχὴ πρὸ πάντων ποὺ ἦταν μικρὰ καὶ μᾶς γλυκοβασάνιζαν μὲ τὶς πρῶτες ἀγάπες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA