γυναικολόγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικολόγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικολόγι τό, Ι. Πολέμ., Σπασμέν. μάρμαρ., 74 -Λεξ. Ἠπίτ. Πρω. Δημητρ. γυναικολό᾿ Θρᾴκ. (Σακεκκλ.) κ.ἀ. ᾿νικουλό᾿ Λέσβ. γυναικολόι Ζάκ. (Μαχαιρ. κ.ἀ.) Πάρ. Πόντ. (Τραπ.) γεναικολόιν Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Πεδουλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγι, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ. Ἀθηνᾶ 22(1910), 247 κἑξ.
Σημασιολογία
Πλῆθος γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἤτανε πολὺ γυναικολόι᾿ τὸ πανηγύρι Πάρ. Ὅλον τὸ γυναικολόι ἐπῆεν ᾿ς σὸ νυφέπαρμαν (ὅλαι αἱ γυκαῖκες παρακολούθησαν τὴν μεταφορὰν τῆς νύφης ἐκ τῆς πατρικῆς οἰκίας εἰς τὴν συζυγικὴν) Πόντ. (Τραπ.) Δὲ εἶνταμ ποὺ γίνεται τεῖ κάτω· ἐσυντάχνη οὕλ-λον τὸ γεναικολόιν (δὲ= κοίταξε) Κύπρ. (Πεδουλ.) || Ποίημ. Ἔτσι εἶπε ὁ γερο-Θεριστής, μὰ τὸ γυναικολόγι, ὅσο ἄκουγε τὰ λόγιˬα του, τόσο θρηνολογοῦσε Ι. Πολέμ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικαρε͜ιὸ 2 καὶ γυναικοβόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA