γυναικομάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικομάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικομάνι τό, κοιν. γεναικομάνι Κῶς κ.ἀ. ᾿ναικουμά᾿ Στερελλ. (Περίστ.) γυνικουμά᾿ Ἤπ. (Κουκούλ.) ᾿νικουμά᾿ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γυναικομανιˬὸ Κεφαλλ. γυνικουμανιˬὸ Θεσσ. (Βαθύρρ. Ναρθάκ. κ.ἀ.) ᾿νικουμανιˬὸ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -μάνι, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Παγκάλ., Γλωσσικ. ἰδίωμ. Κρήτ. 2, 526. Ὁ τύπ. γυναικομανιˬὸ διὰ μετασχηματισμοῦ ἐκ τῆς γενικ. γυναικομανιˬοῦ.

Σημασιολογία

Πλῆθος γυναικῶν κοιν.: Μαζεύτηκε οὕλο τὸ γυναικομάνι ᾿ς τὸ παναγύρι τ᾿ς Ἀρκαδιˬᾶς (= Κυπαρισσίας) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ θώρει γεναικομάνι τζαὶ κακό! Κῶς. Τί ᾿νικουμανιˬὸ ἦταν σήμιρα ᾿ς τ᾿ν ἱκκλσιˬά! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μὶ πῆρι ἀπὸ κουντὰ τοὺ ᾿ναικουμά᾿ Στερελλ. (Περίστ.) Οὕλου τοὺ γυνικουμά᾿ κάθι βράδ᾿ τώρα τοὺ καλουκαίρ ᾿ς τὴ βρύσ᾿ σταλάζ᾿ Ἤπ. (Κουκούλ.) Χαιρέτησαν καὶ τὴ θε͜ιὰ Ἑλέγκω, πού ᾿τονε χωμένη μέσα ᾿ς τὸ γυναικομάνι καὶ γλωσσοκοπανοῦσε Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 57. Ἕτοιμοι, φώναξαν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ χωριˬάτη, ποὺ ντρεπότανε νά ᾿ναι κομπάρσος μέσα σὲ τόσο γυναικομάνι Ν. Ἑστ. 16 (1935), 964. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικαρειὸ 2 καὶ γυναικοβόλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/