γλυκοβυζαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοβυζαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοβυζαίνω Ἤπ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ὀλυμπ.) γλυκουβ᾿ζαίνου Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Θεσσ. (Δομοκ.) γλυκοβυζάνω Κρήτ. (Μεραμβ. Νεάπ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. βυζαίνω. Ὁ τύπ. γλυκοβυζάνω ἐκ τοῦ ἀορ.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Βυζαίνω μὲ τρόπον εὐχάριστον, τερπνόν, γλυκύν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἤβαλά το ᾿ς τὸ βυζὶ καὶ γλυκοβύζασε dὸ κακόμοιρο, σὰ νά ᾿μουν ἡ μάννα dου. β) Θηλάζω, μυζῶ κάτι γλυκύ Θεσσ. (Δομοκ.) 2) Ἐπὶ νηπίων, βυζαίνω ἐπὶ περισσότερον τοῦ κανονικοῦ χρόνον Κρητ. (Μεραμβ.): Ἤφηκε τὸ παιδί τζης κ᾿ ἐγλυκοβύζασε κ᾿ ἐδὰ δὲν ᾿ποκόβγει εὔκολα. Β) Μεταβ., γαλουχῶ μετὰ στοργῆς, γλυκύτητος Ἤπ. (Ἀρτοπ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Νεάπ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ὀλυμπ.): Μὴ dὸ γλυκοβυζάνεις τὸ μωρό σου, γιατὶ δύσκολα δὰ τ᾿ ἀποκόψῃς ὕστερα Νεάπ. || ᾌσμ. Πῶς λαχταρίζουν τὰ μικρὰ καὶ τὰ γλυκοβυζαίνουν (ἐκ μοιρολ.) Ἀνδρίτσ. Ὀλυμπ. Κοιτάζω τὶς γειτόνισσες καὶ τὶς καλοτυχίζω, ποὺ ταχταρίζουν τὰ μικρὰ καὶ τὰ γλυκοβυζαίνουν Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/