γυναικομονάστηρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικομονάστηρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικομονάστηρο τό, ἐνιαχ. γυναικομονάστερο Λεξ. Βλαστ. 271 ᾿ναικομονάστηρο Θρᾴκ. (Μηδ.) ᾿νικουμουνάστηρου Σάμ. (Μαραθόκ.) γυναικομανάστηρο Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Τριφυλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ μοναστήρι.

Σημασιολογία

Μοναστήριον διὰ μοναχὰς ἔνθ᾿ ἀν. Ἀντιθ. ἀντρομονάστηρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/