γυναικοξάδερφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοξάδερφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυναικοξάδερφος ὁ, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Κορινθ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) γυνικουξάδιρφους Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) ᾿νικουξάδιρφους Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Θηλ. γυνικουξαδέρφ᾿ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ ξάδερφος.

Σημασιολογία

Ὁ ἐξάδερφος καὶ ἡ ἐξαδέλφη τῆς συζύγου ἔνθ᾿ ἀν.: Ὁ Θανάσης ὁ Μπολώτης ἔναι γυναικοξάδερφος, δὲν ἔναι κάνας ξένος (κάνας= κανένας) Πελοπν. (Γαργαλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/