γλυκογαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκογαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκογαλίζω Κάρπ. Κόθν. Μύκ. γλυκοαλίζω Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) γλυκοαλίτζω Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γλυκογαλιˬάζω κατὰ μεταπλασμόν. Πβ. ἀγγιˬάζω καὶ ἀγγίζω ἀξιˬάζω καὶ ἀξίζω, ἀρατιˬάζω καὶ ἀρατίζω κ.τ.τ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ., ἐπὶ νηπίων καὶ νεογνῶν ζῴων, γλυκογαλιˬάζω Α, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ μωρὸ γλυκογαλιˬάζ᾿ Μύκ. Β) Μεταφ., γλυκογαλιˬάζω Β, τὸ ὁπ., βλ., Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Ἐγλυκοάλισεν ἡ Καλίτσα τὸν ἁρμαστὸ της κ᾿ ᾿ὲ᾿ τῆς ξεκολλᾷ πλέα (ἁρμαστὸς = μνηστὴρ) Ἔλυμπ. Ἐγλυκοάλιτζε τὸ πεθ-θερό της καὶ πῆρε τὸν υἱὸ αὑτόθ. Συνών. Βλ. εἰς λ. γλυκογαλιˬάζω Β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA