γυναικοπροίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοπροίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικοπροίκι τό, Κύνθ. Τῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ προικιˬό. Πβ. γυναικοπροῦκα, εἰς ἔγγραφον τοῦ 1663 ἐκ Μυκόνου.

Σημασιολογία

Ἡ προίξ τῆς γυναικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/