γλυκογλαριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκογλαριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκογλαριˬάζω Σ. Πασαγιάννη Ἀντίλ., 14.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. γλαριˬάζω.

Σημασιολογία

Κατέχομαι ἀπὸ γλυκεῖαν, εὐχάριστον πρὸς ὕπνον διάθεσιν: ᾎσμ. Γλυκογλαριˬάζει τὸ παιδὶ ᾿ς τοῦ ὕπνου τὰ μαγνάδιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/