γυναικοσόι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοσόι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικοσόι τό, Ἤπ. (Δέλβιν. Μαργαρίτ.) Πελοπν. (Κλειτορ. Κορινθ.) - Λεξ. Ἠπίτ. γυνικουσόι Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον) ᾿ναικουσόι Μακεδ. (Δεσκάτ.) ᾿νικουσόι Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.) γυναικόσογο Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Δίβρ. Κλειτορ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) ᾿νικόσουγου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γεναικουσόι Θεσσ. (Κακοπλεύρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ σόι.
Σημασιολογία
Ἡ γενεὰ τῆς συζύγου ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ γυναικοσόι σου σ᾿ ἔφαγε Πελοπν. (Κλειτορ.) Αὐτὸς κρατάει ἀπὸ τὸ γυναικόσογό μου αὐτοθ. Δὲ μᾶς καταδέχεται τώρα μὲ τὸ γυναικόσογο πού ᾿κανε αὐτόθ. Ὁ Γιˬώργης πεθίνισκε γιˬὰ τὸ γυναικοσόι του (πεθίνισκε= ἐνδιεφέρετο πολύ) Ἤπ. (Μαργαρίτ.) Θὰ πᾶμε ᾿ς τοὺ γυνικουσόι Ἤπ. (Δωδών.) Σήμιρα μὄρθι βουλικὰ νὰ ἰδῶ ᾿ς τοὺ χουριˬὸ ὅλου τοὺ ᾿ναικουσόι μ᾿ Μακεδ. (Δεσκάτ.) || ᾌσμ. Κάνου τὴν πλάκα πιθιρά, τὴ μαύρη γῆς γεναῖκα κιˬ αὐτὰ τὰ λε͜ιανουστούρναρα ν-ὅλα γεναικουσόι (μοιρολ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) Ἀργυρὸ ξυράφι | καὶ μαλαματένιˬο, τραύα ἀγάλη-ἀγάλη | σὲ γαμπροῦ κεφάλι, τρίχα μὴν ἀφήσῃς | καὶ τὸν ἀσκημήσης ᾿ς τὰ πεθερικά του, ᾿ς τὸ γυναικοσόι Ἤπ. (Δέλβιν.) Συνών. γυναικοσειριˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA