δαρτιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαρτιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαρτιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. δαρτχιˬὰ Ἤπ. (Ἀρτοπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάρτης διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιά.

Σημασιολογία

Πλῆγμα διὰ τοῦ δάρτου, διὰ τὸν ὁπ. βλ. δάρτης 4, ἔνθ᾿ ἀν.: Οἱ δαρτάδις, τρεῖς - τέσσιρις κάθουdαν ἀπ᾿ τὴν ὄξου μιργιˬὰ τ᾿ ἁλωνιˬοῦ κὶ κάθι δαρτχιˬὰ πού ᾿ρρ᾿ναν, πάιναν κ᾿ ἕνα βῆμα πρὸς τὰ δεξιˬὰ κιˬ ἄdι ἔρχουdαν γύρα κιˬ ἁλώ᾿ζαν τοὺ ᾿τάρ᾿.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/