δάρτισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάρτισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δάρτισμα τό, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Ὀθων. Παξ. - Κ. Θεοτόκ., Βιργ. Γεωργ., 47 δάρτ᾿σμα Ἤπ. (Κούρεντ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δαρτίζω.

Σημασιολογία

Ὁ διὰ τοῦ δάρτου ραβδισμὸς τῶν σταχύων θερισμένου σίτου ἢ κριθῆς ἢ ἄλλων, δημητριακῶν πρὸς ἐκκοκκισμὸν ἢ τῶν κλάδων ἐλαίας κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς συγκομιδῆς τοῦ ἐλαιοκάρπου ἔνθ᾿ ἀν.: Μὲ τὸ δάρτισμα κάνουμε πίλιˬο γλήγορα καὶ καλύτερ᾿, ἂ θέλῃς νὰ ξέρῃς, γιˬατὶ βγαίνουν ὅλα τὰ κλωνιˬὰ (πίλιˬο = πιὸ) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) || Ποίημ. ………………………………………………… Στενάζει... τ᾿ ἁλώνι ἀπ᾿ τὸ δάρτισμα καὶ τ᾿ ἄχαλα τὰ κούφιˬα μὲ τοῦ ζεφύρου τὶς πνοὲς πετε͜ιῶνται ᾿ς τὸν ἀέρα Κ. Θεοτόκ., ἔνθ᾿ ἀν. Πβ. δαρτισιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/