δαρτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαρτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαρτὸς ἐπίθ. Ἀθην. Δαρδαν. Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Πήλ. Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κέρκ. Κεφαλλ. (Διγαλέτ.) Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Βερεστ. Γαργαλ. Δημητσ. Κερπιν.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ. Ἀχυρ. Ξηρόμ.) - Κ. Θεοτόκ, Βιργ. Γεωργ., 14, 81 Α. Καρκαβίτσ., Ἀγάπ., 31 Κ. Παλαμ., Βωμ., 66 Περάσμ. Χαιρετ., 127, 61 Ι. Πολυλ., Διηγ., 49 - Λεξ. Βλαστ., 359 Πρω. Δημητρ. δαρτὲ-ὰ-ὲ Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ. κ.ἀ.) δραχτὴ Προπ. (Κύζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀόρ. τοῦ δέρνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ δαρμένος, ὁ ξυλοκοπηθεὶς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Θὰ πάῃ δαρτὴ ἡ ᾿ναῖκα τ᾿Μήτσ᾿ (θὰ πεθάνῃ ἀπὸ τὸ ξυλοκόπημα) Ἀχυρ. Δαρτὸ πολλό ᾿τα ἔτ᾿ (εἶχαν δείρει πολλοὺς) Βάτικ. Χαβουτσ. Ν᾿ ἐνι ἔχου δαρτὲ δύ βολὲ ἀπὸ τὰ σύνταχα (= τὸν ἔχεις δείρει δύο φορὲς ἀπὸ τὸ πρωὶ) Τσακων. 2) Ὁ δι᾿ ἀναταράξεως, διὰ δαρμοῦ ὑποστὰς κατεργασίαν, κυρίως ἐπὶ γάλακτος καὶ ᾠῶν Ἀθῆν. Αἴγιν. Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κεφαλλ. (Διγαλέτ.) Πελοπν. (Αἴγ. Βερεστ. Γαργαλ. Δημητσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ.) Τσακων. - Λεξ. Δημητρ.: Γάλα δαρτὸ Ἀράχ. Ἀβγὸ δαρτὸ Ἀθῆν. Αἴγιν. - Λεξ. Δημητρ. Δαρτὲ γά νάμ᾿ ἐνέντζε (δαρτὸ, ἀποβουτυρωμένο γάλα μᾶς ἔφερε) Τσακων. Τὸ δαρτὸ τυρὶ ἔναι δίχως νοστιμιˬὰ (ὁ ἐξ ἀποβουτυρωμένου γάλακτος τυρὸς δὲν εἶναι νόστιμος) Γαργαλ. Φκε͜ιάσε, μωρή, δύο-τρία ἀβγά ᾿κεῖ χάμου δαρτὰ νὰ φᾶμε Βερεστ. 3) Ὁ ράγδην πίπτων, ὁ ραγδαῖος, κυρίως ἐπὶ βροχῆς Δαρδαν. Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. (Ξηροβούν.) Θεσσ. (Πήλ. Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Μαδυτ.) Κέρκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κερπιν.) Προπ. (Κύζ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ξηρόμ.) - Ι. Πολυλ., ἔνθ᾿ ἀν. Α. Καρκαβίτσ., Ἀγάπ., 31 Κ. Θεοτόκ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Βλαστ., 359 Δημητρ.: Ἔρριξε προχτὲς νιˬὰ δαρτὴ, τὸ dαράτσωσ᾿ τοὺ dόπου Ἄκρ. Ἕνα νουμπέτ᾿ τ᾿ν ἔφιρι δαρτὴ τὴ βρουχὴ (νουμπέτ᾿ = κάποια στιγμὴ). Αἰτωλ. Μᾶς ἔπιˬασι μιˬὰ δαρτὴ βροχὴ κὶ δὲ ξέραμι, ποῦ νὰ πᾶμι Σκόπ. Ἤτανι δαρτὸ τοὺ ψισ᾿νὸ τοὺ νιρὸ κ᾿ ἔκαμε ζημιˬὲς αὐτόθ. Δαρτὸ νερὸ Ἀρκαδ. Δὲν προκάναμε νὰ πᾶμε ᾿ς τὸ καλύβι, ἦρθε τὸ νερὸ δαρτὸ καὶ κύλησαν ἀμέσως τὰ ρέματα Κερπιν. Ὡς τώρα ἔβριχι σ᾿γὰ-σ᾿γά, τό ᾿κανι σ᾿γὸ- σ᾿γό, τώρα ὅμους κά᾿ νιρὸ δαρτὸ Σάμ. Δαρτὸ χαλάζι Λεξ. Δημητρ. Ἐξακολουθοῦσε πάντοτε νερὸ πλήθιˬο καὶ δαρτὸ Ι. Πολυλ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἄρχισε δαρτὸ νερὸ Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Καὶ τὰ χαρούμενα σπαρτὰ καὶ τῶν βοδιˬῶν οἱ κόποι σαχλιˬάζουν ᾿ς τὰ δαρτὰ νερὰ Κ. Θεοτόκ., ἔνθ᾿ ἀν., 14 Συνών. γαζέπι 3, δρολάπι, καθόρι, καγκιˬόλα. β) Τὸ ἀρσεν. ὡς οὐσ., ὁ ξυλοδαρμὸς Στερελλ. (Ἀχυρ.): Ξέρ᾿ς τὶ δαρτὸς ἕπισι ᾿ς τοὺ σπίτ᾿ τ᾿ ἀδιρφοῦ σ᾿; Συνών. δαρμὸς 1. γ) Συνεκδ., ὁ ταλαιπωρηθεὶς Κ. Παλαμ., Περάσμ. Χαιρετ., 127: Ποίημ. Ἀπ᾿ τὴν κακοτοπιˬὰ δαρτὸ λυτρώνοντας τὸ ποδάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/