γυναικοσώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοσώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικοσώρι τό, ἐνιαχ. ᾿νικουτσούρ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿νικ᾿τσούρ᾿ Στερελλ. (Ἀχυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τοῦ παραγωγ. ἐπιθήμ. -σώρι.
Σημασιολογία
Πλῆθος γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Σήμιρα ᾿ς τὴν ἰκκλησιˬὰ ἦταν οὕλου τοὺ ᾿νικουτσούρ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μαζώχ᾿κι οὕλου τοὺ ᾿νικ᾿τσούρ᾿ ᾿ς τὴν κηδεία τ᾿ς θειˬὰ Λάμπρους Στερελλ. (Ἀχυρ.) Συνών. γυναικαρε͜ιὸ 2, γυναικοβόλι, γυναικοβρόντι, γυναικοβρόχι, γυναικοθέμι, γυναικόκοσμος 2, γυναικολάσι, γυναικολόγι, γυναικολογιˬὰ, γυναικομάνι, γυναικοσωρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA