δασαρχεῖο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασαρχεῖο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασαρχεῖο τό, λόγ. κοιν. δασαρχεῖου κοιν. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δασάρχης.
Σημασιολογία
1) Τὸ γραφεῖον τοῦ δασάρχου λόγ. κοιν.: Δὰ σὶ πάου ᾿ς τοὺ δασαρχεῖου, π᾿ μ᾿ χάλασις τὰ δέντρα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μιθαύριου θὰ πάνου νὰ βουλώσου τοὺ ὅπλου μ᾿ ᾿ς τοὺ δασαρχεῖου Ἤπ. (Κουκούλ.) 2) Ἡ εἰς δασάρχην ὑπαγομένη δασικὴ διοικητικὴ περιφέρεια λόγ. κοιν.: Πῆγα ἰπρουχτὲς ᾿ς τοὺ δασαρχεῖου κὶ λαλοῦσαν οἱ πιτρουγκόσσιˬαβοι (= πετροκότσυφοι) Θεσσ. (Κρυόβρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA